Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 9/2011 (ΦΕΚ 24/Α' - 21.02.2011).pdf
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 9
Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τo άρθρο 11 παρ. 1 περιπτ. α΄, β΄, στ΄ και ζ΄ του ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1590/1986 (Α΄ 49).
2. Τα άρθρα 14 παρ. 7 και 28 παρ. 1 του ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 41).
3. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
4. Το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 2362/1995 «Περί δημοσίου λογιστικού ελέγχου των δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247).
5. Το π.δ. 184/2009 «Σύσταση Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και καθορισμός των αρμοδιοτήτων του» (Α΄ 213).
6. Την 2672/3−12−2009 απόφαση του Πρωθυπουργού και
του Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Υφυπουργού Οικονομικών Φιλίππου Σαχινίδη (Β΄ 2408).
7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος προκαλούνται δαπάνες σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 242.650 Ευρώ, περίπου, για το έτος 2011 και 212.000 Ευρώ, περίπου, για το έτος 2012 και καθένα από τα επόμενα έτη. Οι ανωτέρω δαπάνες θα αντιμετωπίζονται από τις πιστώσεις που θα εγγράφονται για το σκοπό αυτό στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (Ε.Φ. 43 – 110 «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ» ΚΑΕ των ομάδων 0800, 1100, 1200, 1300, 1400, 1500, 1700, 1900).
8. Την υπ’ αριθμ. 29/2011 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του Υφυπουργού Οικονομικών, αποφασίζουμε:
1. Τo άρθρο 11 παρ. 1 περιπτ. α΄, β΄, στ΄ και ζ΄ του ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1590/1986 (Α΄ 49).
2. Τα άρθρα 14 παρ. 7 και 28 παρ. 1 του ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 41).
3. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
4. Το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 2362/1995 «Περί δημοσίου λογιστικού ελέγχου των δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247).
5. Το π.δ. 184/2009 «Σύσταση Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και καθορισμός των αρμοδιοτήτων του» (Α΄ 213).
6. Την 2672/3−12−2009 απόφαση του Πρωθυπουργού και
του Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Υφυπουργού Οικονομικών Φιλίππου Σαχινίδη (Β΄ 2408).
7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος προκαλούνται δαπάνες σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 242.650 Ευρώ, περίπου, για το έτος 2011 και 212.000 Ευρώ, περίπου, για το έτος 2012 και καθένα από τα επόμενα έτη. Οι ανωτέρω δαπάνες θα αντιμετωπίζονται από τις πιστώσεις που θα εγγράφονται για το σκοπό αυτό στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (Ε.Φ. 43 – 110 «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ» ΚΑΕ των ομάδων 0800, 1100, 1200, 1300, 1400, 1500, 1700, 1900).
8. Την υπ’ αριθμ. 29/2011 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του Υφυπουργού Οικονομικών, αποφασίζουμε:
΄Αρθρο 1
Συγκρότηση Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος
Συγκρότηση Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος
1. Συνιστάται Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε.) ως αυτοτελής Κεντρική Υπηρεσία, επιπέδου Αστυνομικής Διεύθυνσης, η οποία υπάγεται στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και εποπτεύεται και ελέγχεται από τον Αρχηγό.
2. Η Υπηρεσία της προηγουμένης παραγράφου εδρεύει στο νομό Αττικής, ασκεί τις αρμοδιότητές της σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος και έχει ως αποστολή την πρόληψη και καταστολή οικονομικών εγκλημάτων, καθώς και των εγκλημάτων που διαπράττονται μέσω της χρήσης του διαδικτύου ή άλλων μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
3. Η ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. διαρθρώνεται ως εξής:
α. Επιτελείο.
β. Υποδιεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας.
γ. Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
΄Αρθρο 2
Επιτελείο
1. Το Επιτελείο της ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. διαρθρώνεται στα ακόλουθα τμήματα:
α. Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης το οποίο είναι αρμόδιο για το χειρισμό θεμάτων προσωπικού, τη διαχείριση του χρηματικού και υλικού, τη γραμματειακή και τεχνική υποστήριξη και γενικά την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της Υπηρεσίας.
β. Τμήμα Εκπαίδευσης, το οποίο είναι αρμόδιο για τη διαρκή εξειδικευμένη εκπαίδευση και μετεκπαίδευση του προσωπικού της ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. καθώς και προσωπικού άλλων Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας σε θέματα καταπο λέμησης του οικονομικού και ηλεκτρονικού εγκλήματος.
Προς τούτο, καταρτίζει και υλοποιεί σχετικά προγράμματα εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και με άλλες αρμόδιες υπηρεσίες ή φορείς της χώρας μας και άλλων χωρών.
γ. Τμήμα Μελετών, το οποίο είναι αρμόδιο για τη συλλογή, μελέτη, ανάλυση και επεξεργασία πληροφοριών, στοιχείων και δεδομένων σχετικών με την αποστολή της Υπηρεσίας και την προώθηση των επεξεργασμένων στοιχείων στις Υποδιευθύνσεις για επιχειρησιακή αξιοποίηση, κατά λόγο αρμοδιότητας. Επίσης, είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση των εξελίξεων σε θέματα οικονομικού και ηλεκτρονικού εγκλήματος, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, την εκπόνηση σχετικής ετήσιας μελέτης, με συναγωγή συμπερασμάτων για την εγκληματικότητα επί των αδικημάτων αυτών στη χώρα μας και την υποβολή συγκεκριμένων αιτιολογημένων προτάσεων για την αντιμετώπισή τους.
3. Στο Επιτελείο της ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. λειτουργεί Κέντρο Επιχειρήσεων το οποίο εξασφαλίζει το συντονισμό και την επικοινωνία του προσωπικού της Υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της επιχειρησιακής του δράσης. Επίσης, στο Κέντρο Επιχειρήσεων λειτουργεί σε 24ωρη βάση τηλεφωνικό κέντρο με ειδική γραμμή καταγγελιών καθώς και ηλεκτρονική διεύθυνση για την επικοινωνία των πολιτών με την Υπηρεσία.
΄Αρθρο 3
Υποδιεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας
1. Η Υποδιεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (ΥΠ.Ο.Α.) έχει ως αποστολή την πρόληψη, έρευνα και καταστολή οικονομικών εγκλημάτων και, ιδίως, αυτών που τελέστηκαν σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου και της εθνικής οικονομίας γενικότερα ή εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος.
2. Η ΥΠ.Ο.Α. διαρθρώνεται στα ακόλουθα τμήματα:
α. Τμήμα Προστασίας Δημόσιας Περιουσίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την έρευνα και τη δίωξη οικονομικών εγκλημάτων τα οποία διαπράττονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα και βλάπτουν ή απειλούν τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα και αφορούν, ιδίως:
αα. Στην καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατάχρηση της δημόσιας περιουσίας.
ββ. Στην καθ’ οιονδήποτε τρόπο αυθαίρετη καταπάτηση ανταλλάξιμων και δημοσίων κτημάτων, εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, κρατικών εγκαταστάσεων και άλλων ακινήτων.
γγ. Στην αδιαφανή, παράνομη ή εκτός των προβλεπομένων διαδικασιών διαχείριση κοινοτικών πόρων και κρατικών χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων.
δδ. Στη σκοπούμενη καταστροφή ή φθορά κινητής ή ακίνητης δημόσιας περιουσίας, μέσων, υλικού και εγκαταστάσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών καθώς και επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, νομικών προσώπων, σωματείων και συλλόγων στα οποία συμμετέχει το Δημόσιο ή επιχορηγούνται από το Κράτος και την Ευρωπαϊκή ΄ Ενωση, εφόσον η απειλούμενη ή επελθούσα βλάβη είναι ιδιαιτέρως σημαντική ή τα συνολικά αποτελέσματα της πράξης επιφέρουν σοβαρή αναστάτωση στην κοινωνικοοικονομική ζωή της χώρας.
εε. Σε κάθε παράνομη πράξη από την οποία απειλείται σοβαρά ή βλάπτεται το δημόσιο συμφέρον και η εθνική οικονομία γενικότερα.
β. Τμήμα Προστασίας Οικονομίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την έρευνα και τη δίωξη εγκλημάτων τα οποία έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα έσοδα του Δημοσίου και επηρεάζουν σημαντικά την ομαλή λειτουργία της αγοράς και ιδίως:
αα. Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράνομη νομιμοποίηση εσόδων.
ββ. Η παράνομη διακίνηση και νόθευση αγαθών και άλλων προϊόντων.
γγ. Οι οποιεσδήποτε παράνομες συναλλαγές ή δραστηριότητες που τελούνται στο πλαίσιο λειτουργίας των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ Α΄ 178) των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και ομίλων όπως οι έννοιες αυτές ορίζονται στο άρθρο
4 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166), και του χρηματοπιστωτικού τομέα γενικότερα.
δδ. Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράνομη μεταφορά κεφαλαίων και διακίνηση χρήματος.
εε. Η παραβίαση κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αγοράς και ιδίως οι εναρμονισμένες πρακτικές ως προς τις τιμές των προϊόντων.
στστ. Οι παραβάσεις που τελούνται στο πλαίσιο λειτουργίας επιχειρήσεων, οργανισμών, πρακτορείων ή άλλων φορέων διεξαγωγής τυχερών παιγνίων και καζίνο.
ζζ. Κάθε άλλη οικονομική παράβαση, που προβλέπεται σε ποινικό νόμο από την τέλεση της οποίας βλάπτονται τα δημόσια έσοδα και προκαλούνται σημαντικές δυσλειτουργίες στην αγορά.
γ. Τμήμα Φορολογικής Αστυνόμευσης, το οποίο είναι αρμόδιο για τη δίωξη εγκλημάτων που αφορούν στη φορολογική και τελωνειακή νομοθεσία και ιδίως:
αα. Η απόκρυψη ή σκόπιμη αλλοίωση φορολογητέας ύλης ή άλλων στοιχείων, προς το σκοπό αποφυγής του φορολογικού ελέγχου ή μείωσης των προβλεπομένων από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις φόρων και εισφορών.
ββ. Η λαθραία εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών και άλλων προϊόντων.
γγ. Η μη έκδοση των προβλεπομένων αποδείξεων, δελτίων και παραστατικών κατά την πώληση και τη διακίνηση προϊόντων ή την προσφορά υπηρεσιών, κατά περίπτωση.
δ. Τμήμα Κοινωνικής και Ασφαλιστικής Προστασίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την έρευνα και τη δίωξη παραβάσεων σε βάρος οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και περίθαλψης των πολιτών και ιδίως:
αα. Η μη καταβολή των προβλεπομένων ασφαλιστικών εισφορών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εταιρείες, οργανισμούς και γενικά από κάθε υπόχρεο προς τούτο.
ββ. Οι παράνομες συνταγογραφήσεις.
γγ. Οι ψευδείς ιατρικές γνωματεύσεις και πιστοποιήσεις
από τις οποίες επέρχεται οικονομική επιβάρυνση σε βάρος των ασφαλιστικών φορέων και του δημοσίου γενικότερα.
α. Τμήμα Προστασίας Δημόσιας Περιουσίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την έρευνα και τη δίωξη οικονομικών εγκλημάτων τα οποία διαπράττονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα και βλάπτουν ή απειλούν τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα και αφορούν, ιδίως:
αα. Στην καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατάχρηση της δημόσιας περιουσίας.
ββ. Στην καθ’ οιονδήποτε τρόπο αυθαίρετη καταπάτηση ανταλλάξιμων και δημοσίων κτημάτων, εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, κρατικών εγκαταστάσεων και άλλων ακινήτων.
γγ. Στην αδιαφανή, παράνομη ή εκτός των προβλεπομένων διαδικασιών διαχείριση κοινοτικών πόρων και κρατικών χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων.
δδ. Στη σκοπούμενη καταστροφή ή φθορά κινητής ή ακίνητης δημόσιας περιουσίας, μέσων, υλικού και εγκαταστάσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών καθώς και επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, νομικών προσώπων, σωματείων και συλλόγων στα οποία συμμετέχει το Δημόσιο ή επιχορηγούνται από το Κράτος και την Ευρωπαϊκή ΄ Ενωση, εφόσον η απειλούμενη ή επελθούσα βλάβη είναι ιδιαιτέρως σημαντική ή τα συνολικά αποτελέσματα της πράξης επιφέρουν σοβαρή αναστάτωση στην κοινωνικοοικονομική ζωή της χώρας.
εε. Σε κάθε παράνομη πράξη από την οποία απειλείται σοβαρά ή βλάπτεται το δημόσιο συμφέρον και η εθνική οικονομία γενικότερα.
β. Τμήμα Προστασίας Οικονομίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την έρευνα και τη δίωξη εγκλημάτων τα οποία έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα έσοδα του Δημοσίου και επηρεάζουν σημαντικά την ομαλή λειτουργία της αγοράς και ιδίως:
αα. Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράνομη νομιμοποίηση εσόδων.
ββ. Η παράνομη διακίνηση και νόθευση αγαθών και άλλων προϊόντων.
γγ. Οι οποιεσδήποτε παράνομες συναλλαγές ή δραστηριότητες που τελούνται στο πλαίσιο λειτουργίας των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ Α΄ 178) των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και ομίλων όπως οι έννοιες αυτές ορίζονται στο άρθρο
4 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166), και του χρηματοπιστωτικού τομέα γενικότερα.
δδ. Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράνομη μεταφορά κεφαλαίων και διακίνηση χρήματος.
εε. Η παραβίαση κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αγοράς και ιδίως οι εναρμονισμένες πρακτικές ως προς τις τιμές των προϊόντων.
στστ. Οι παραβάσεις που τελούνται στο πλαίσιο λειτουργίας επιχειρήσεων, οργανισμών, πρακτορείων ή άλλων φορέων διεξαγωγής τυχερών παιγνίων και καζίνο.
ζζ. Κάθε άλλη οικονομική παράβαση, που προβλέπεται σε ποινικό νόμο από την τέλεση της οποίας βλάπτονται τα δημόσια έσοδα και προκαλούνται σημαντικές δυσλειτουργίες στην αγορά.
γ. Τμήμα Φορολογικής Αστυνόμευσης, το οποίο είναι αρμόδιο για τη δίωξη εγκλημάτων που αφορούν στη φορολογική και τελωνειακή νομοθεσία και ιδίως:
αα. Η απόκρυψη ή σκόπιμη αλλοίωση φορολογητέας ύλης ή άλλων στοιχείων, προς το σκοπό αποφυγής του φορολογικού ελέγχου ή μείωσης των προβλεπομένων από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις φόρων και εισφορών.
ββ. Η λαθραία εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών και άλλων προϊόντων.
γγ. Η μη έκδοση των προβλεπομένων αποδείξεων, δελτίων και παραστατικών κατά την πώληση και τη διακίνηση προϊόντων ή την προσφορά υπηρεσιών, κατά περίπτωση.
δ. Τμήμα Κοινωνικής και Ασφαλιστικής Προστασίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την έρευνα και τη δίωξη παραβάσεων σε βάρος οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και περίθαλψης των πολιτών και ιδίως:
αα. Η μη καταβολή των προβλεπομένων ασφαλιστικών εισφορών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εταιρείες, οργανισμούς και γενικά από κάθε υπόχρεο προς τούτο.
ββ. Οι παράνομες συνταγογραφήσεις.
γγ. Οι ψευδείς ιατρικές γνωματεύσεις και πιστοποιήσεις
από τις οποίες επέρχεται οικονομική επιβάρυνση σε βάρος των ασφαλιστικών φορέων και του δημοσίου γενικότερα.
δδ. Η μη έκδοση αποδείξεων παροχής ιατρικών ή νοσηλευτικών υπηρεσιών.
εε. Οι υπερτιμολογήσεις φαρμάκων, ιατρικού εξοπλισμού, βοηθημάτων και υλικών.
στστ. Η χρήση εικονικών, πλαστών ή ψευδών στοιχείων, δικαιολογητικών και γνωματεύσεων για παροχή υπηρεσιών υγείας σε μη δικαιούχους.
ζζ. Η χρήση παραποιημένων ή αναληθών δικαιολογητικών ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, προς το σκοπό χορήγησης ή λήψης παροχών από οποιονδήποτε φορέα ή οργανισμό ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας.
ηη. Οποιαδήποτε άλλη παράβαση από την οποία προκαλείται οικονομική βλάβη σε βάρος των οργανισμών, φορέων, ταμείων και υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας καθώς και νοσηλευτικών ιδρυμάτων, υπηρεσιών και φορείς παροχής ιατρικής φροντίδας.
3. Η ΥΠ.Ο.Α. προς το σκοπό εκπλήρωσης της αποστολής της συνεργάζεται με το Κέντρο Συλλογής και Διαχείρισης Επιχειρησιακών Πληροφοριών (ΚΕ.ΣΥ.Δ.Ε.Π.) του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και τις άλλες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος, καθώς και με άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, αρχές και φορείς, στελεχώνεται με το αναγκαίο αστυνομικό και επιστημονικό προσωπικό και εξοπλίζεται με τα απαραίτητα υλικοτεχνικά μέσα. Στο πλαίσιο της επιχειρησιακής της δράσης δύναται να έχει πρόσβαση στα αρχεία οποιασδήποτε αστυνομικής υπηρεσίας, καθώς και σε αρχεία άλλων υπηρεσιών, αρχών, οργανισμών και φορέων, εφόσον η έρευνα σ’ αυτά είναι αναγκαία για τη διερεύνηση παραβάσεων στις οποίες έχει επιληφθεί. Σε κάθε περίπτωση ενημερώνεται σχετικά ο προϊστάμενος των εν λόγω υπηρεσιών, ο οποίος οφείλει να παράσχει κάθε δυνατή συνδρομή. Επίσης, η ΥΠ.Ο.Α. συνεργάζεται με αντίστοιχες υπηρεσίες, οργανισμούς και φορείς της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και άλλων χωρών, σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις και τις διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις.
4. Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας οι οποίες έχουν επιληφθεί αρχικά υποθέσεων αρμοδιότητας της ΥΠ.Ο.Α. παραδίδουν, διαβιβάζουν ή γνωστοποιούν άμεσα σ’ αυτήν οποιοδήποτε στοιχείο, πληροφορία ή γεγονός που σχετίζεται με τις υποθέσεις αυτές, εφόσον η περαιτέρω διερεύνησή τους αναλαμβάνεται από την εν λόγω Υπηρεσία.
εε. Οι υπερτιμολογήσεις φαρμάκων, ιατρικού εξοπλισμού, βοηθημάτων και υλικών.
στστ. Η χρήση εικονικών, πλαστών ή ψευδών στοιχείων, δικαιολογητικών και γνωματεύσεων για παροχή υπηρεσιών υγείας σε μη δικαιούχους.
ζζ. Η χρήση παραποιημένων ή αναληθών δικαιολογητικών ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, προς το σκοπό χορήγησης ή λήψης παροχών από οποιονδήποτε φορέα ή οργανισμό ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας.
ηη. Οποιαδήποτε άλλη παράβαση από την οποία προκαλείται οικονομική βλάβη σε βάρος των οργανισμών, φορέων, ταμείων και υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας καθώς και νοσηλευτικών ιδρυμάτων, υπηρεσιών και φορείς παροχής ιατρικής φροντίδας.
3. Η ΥΠ.Ο.Α. προς το σκοπό εκπλήρωσης της αποστολής της συνεργάζεται με το Κέντρο Συλλογής και Διαχείρισης Επιχειρησιακών Πληροφοριών (ΚΕ.ΣΥ.Δ.Ε.Π.) του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και τις άλλες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος, καθώς και με άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, αρχές και φορείς, στελεχώνεται με το αναγκαίο αστυνομικό και επιστημονικό προσωπικό και εξοπλίζεται με τα απαραίτητα υλικοτεχνικά μέσα. Στο πλαίσιο της επιχειρησιακής της δράσης δύναται να έχει πρόσβαση στα αρχεία οποιασδήποτε αστυνομικής υπηρεσίας, καθώς και σε αρχεία άλλων υπηρεσιών, αρχών, οργανισμών και φορέων, εφόσον η έρευνα σ’ αυτά είναι αναγκαία για τη διερεύνηση παραβάσεων στις οποίες έχει επιληφθεί. Σε κάθε περίπτωση ενημερώνεται σχετικά ο προϊστάμενος των εν λόγω υπηρεσιών, ο οποίος οφείλει να παράσχει κάθε δυνατή συνδρομή. Επίσης, η ΥΠ.Ο.Α. συνεργάζεται με αντίστοιχες υπηρεσίες, οργανισμούς και φορείς της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και άλλων χωρών, σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις και τις διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις.
4. Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας οι οποίες έχουν επιληφθεί αρχικά υποθέσεων αρμοδιότητας της ΥΠ.Ο.Α. παραδίδουν, διαβιβάζουν ή γνωστοποιούν άμεσα σ’ αυτήν οποιοδήποτε στοιχείο, πληροφορία ή γεγονός που σχετίζεται με τις υποθέσεις αυτές, εφόσον η περαιτέρω διερεύνησή τους αναλαμβάνεται από την εν λόγω Υπηρεσία.
΄Αρθρο 4
Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος
Η Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος διαρθρώνεται στα ακόλουθα Τμήματα:
α. Τμήμα Γενικών Υποθέσεων και Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, το οποίο είναι αρμόδιο για τη συνεχή έρευνα του διαδικτύου και των άλλων μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας και ψηφιακής αποθήκευσης προς ανακάλυψη, εξιχνίαση και δίωξη των εγκληματικών πράξεων που διαπράττονται σ’ αυτά ή μέσω αυτών σε ολόκληρη τη χώρα, πλην αυτών που προβλέπονται στη περίπτωση β΄ του παρόντος άρθρου.
β. Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξιχνίαση και δίωξη των εγκλημάτων που διαπράττονται κατά των ανηλίκων με τη χρήση του διαδικτύου και των άλλων μέσων ηλεκτρονικής ή ψηφιακής επικοινωνίας και αποθήκευσης.
γ. Τμήμα Προστασίας Λογισμικού και Πνευματικών Δικαιωμάτων, το οποίο είναι αρμόδιο για το χειρισμό υποθέσεων παράνομης διείσδυσης σε υπολογιστικά συστήματα και κλοπής, καταστροφής ή παράνομης διακίνησης λογισμικού υλικού, ψηφιακών δεδομένων και οπτικοακουστικών έργων, που
τελούνται σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και για την παροχή συνδρομής σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες που διερευνούν τις υποθέσεις αυτές, κατά την ισχύουσα νομοθεσία.
δ. Τμήμα Ασφάλειας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της 7001/2/1261−κα από 28−8−2009 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Β΄ 1879).
α. Τμήμα Γενικών Υποθέσεων και Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, το οποίο είναι αρμόδιο για τη συνεχή έρευνα του διαδικτύου και των άλλων μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας και ψηφιακής αποθήκευσης προς ανακάλυψη, εξιχνίαση και δίωξη των εγκληματικών πράξεων που διαπράττονται σ’ αυτά ή μέσω αυτών σε ολόκληρη τη χώρα, πλην αυτών που προβλέπονται στη περίπτωση β΄ του παρόντος άρθρου.
β. Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξιχνίαση και δίωξη των εγκλημάτων που διαπράττονται κατά των ανηλίκων με τη χρήση του διαδικτύου και των άλλων μέσων ηλεκτρονικής ή ψηφιακής επικοινωνίας και αποθήκευσης.
γ. Τμήμα Προστασίας Λογισμικού και Πνευματικών Δικαιωμάτων, το οποίο είναι αρμόδιο για το χειρισμό υποθέσεων παράνομης διείσδυσης σε υπολογιστικά συστήματα και κλοπής, καταστροφής ή παράνομης διακίνησης λογισμικού υλικού, ψηφιακών δεδομένων και οπτικοακουστικών έργων, που
τελούνται σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και για την παροχή συνδρομής σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες που διερευνούν τις υποθέσεις αυτές, κατά την ισχύουσα νομοθεσία.
δ. Τμήμα Ασφάλειας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της 7001/2/1261−κα από 28−8−2009 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Β΄ 1879).
1. Η ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. είναι ισότιμη με τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας επιπέδου Αστυνομικής Διεύθυνσης.
2. Οι Υποδιευθύνσεις Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος είναι μεταξύ τους και προς όλες τις Υπηρεσίες επιπέδου Υποδιεύθυνσης της Ελληνικής Αστυνομίας ισότιμες.
3. Τα Τμήματα του Επιτελείου και των Υποδιευθύνσεων καθώς και το Κέντρο Επιχειρήσεων της ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. είναι μεταξύ τους και προς όλες τις αυτοτελείς ή μη υπηρεσίες, αντίστοιχου επιπέδου, της Ελληνικής Αστυνομίας ισότιμα.
4. Ο προϊστάμενος της ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. είναι Ταξίαρχος της Ελληνικής Αστυνομίας και φέρει τον τίτλο του Διευθυντή. Στην ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. τοποθετούνται ως βοηθοί του Διευθυντή, μέχρι δύο (2) αξιωματικοί με το βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή, οι οποίοι φέρουν τον τίτλο του Υποδιευθυντή και είναι αρχαιότεροι των Διευθυντών των Υποδιευθύνσεων. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του, ο Διευθυντής της Υπηρεσίας αναπληρώνεται από τον κατά βαθμό ανώτερο ή αρχαιότερο Υποδιευθυντή.
5. Οι προϊστάμενοι των Υποδιευθύνσεων Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος είναι Αστυνομικοί Διευθυντές και φέρουν τον τίτλο του Διευθυντή. Στις Υποδιευθύνσεις Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος τοποθετούνται ως βοηθοί των Διευθυντών Αστυνομικοί Διευθυντές ή Αστυνομικοί Υποδιευθυντές.
6. Οι προϊστάμενοι των Τμημάτων του Επιτελείου και των Υποδιευθύνσεων είναι Αστυνομικοί Υποδιευθυντές ή Αστυνόμοι Α΄ και φέρουν τον τίτλο του Τμηματάρχη.
1. Οι Διευθυντές των Υποδιευθύνσεων της ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε., έχουν τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α. Προγραμματίζουν και ελέγχουν τη δράση των Υποδιευθύνσεων με τη βοήθεια των Υποδιευθυντών και των προϊσταμένων των Τμημάτων.
β. Μεριμνούν ώστε η δράση των Τμημάτων να έχει κοινή κατεύθυνση.
γ. Καθιερώνουν κριτήρια, με βάση τα οποία αξιολογείται η απόδοση των Τμημάτων των Υποδιευθύνσεων, μεριμνούν για τη μέτρηση της απόδοσής τους, σε καθημερινή και μεγαλύτερων χρονικών περιόδων βάση, μελετούν και αξιολογούν τις σχετικές πληροφορίες και τέλος προβαίνουν στη διόρθωση των παρεκκλίσεων.
δ. Τοποθετούν το προσωπικό σε θέσεις, ανάλογα με τις δυνατότητες και τα προσόντα του, φροντίζουν για την ορθολογική, δίκαιη και αντικειμενική κατανομή της υπηρεσίας και αναθέτουν με διαταγή τους καθήκοντα στους Υποδιευθυντές αυτών.
ε. Φροντίζουν για τη διατήρηση σχέσεων καλής επικοινωνίας, συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ του προσωπικού καθώς και για τη διατήρηση της συνοχής της Υπηρεσίας. στ. Ενεργούν συγκεντρώσεις του προσωπικού, στο σύνολό του ή κατά Τμήμα, δίδουν κατευθύνσεις και οδηγίες αναφορικά με την αποστολή και τη δράση της Υποδιεύθυνσης, ελέγχουν την καθαριότητα και κατάσταση του οπλισμού, του υλικοτεχνικού εξοπλισμού, των μέσων και των λοιπών εφοδίων που κατέχει το προσωπικό και διατάσσουν τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη συντήρησή του.
ζ. Μελετούν την εισερχόμενη αλληλογραφία, επισημαίνουν τα ιδιαίτερης σημασίας και επείγουσας φύσης έγγραφα και σημειώνουν σ΄ αυτά τις τυχόν παρατηρήσεις και οδηγίες τους προς τα αρμόδια Τμήματα.
η. Προκαλούν τις ενέργειες των προϊσταμένων τους για τον εφοδιασμό της Υποδιεύθυνσης με τον αναγκαίο υλικοτεχνικό εξοπλισμό.
θ. Συνεργάζονται αρμονικά με τις αρμόδιες κατά περίπτωση διοικητικές, δικαστικές και αστυνομικές αρχές για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους.
ι. Ενημερώνουν τον Υποδιευθυντή ή άλλον αρμόδιο αξιωματικό όταν αναχωρούν από το χώρο εργασίας τους ή το κατάστημα της Υπηρεσίας, για το μέρος στο οποίο σε περίπτωση ανάγκης πρέπει να αναζητηθούν.
ια. Συντάσσουν τις εκθέσεις ικανότητας των Υποδιευθυντών τους και γνωματεύουν σ’ αυτές που συντάσσουν οι τελευταίοι.
ιβ. Συνεργάζονται μεταξύ τους στο πλαίσιο του σχεδιασμού και της αντιμετώπισης κοινού ενδιαφέροντος υποθέσεων και εποπτεύουν άμεσα ή αναλαμβάνουν τη διεύθυνση ιδιαιτέρως σοβαρών υποθέσεων σε περιπτώσεις που εμπλέκονται επιχειρησιακά περισσότερα του ενός Τμήματα της Υποδιεύθυνσής τους.
ιγ. Ασκούν και κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις ή τους ανατίθενται με διαταγή των προϊσταμένων τους. ΄
Αρθρο 9
Αρμοδιότητες προϊσταμένων και αναπληρωτών προϊσταμένων Τμημάτων
1. Οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων του Επιτελείου και των Υποδιευθύνσεων έχουν τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο άρθρο 26 του π.δ. 141/1991 (Α΄ 58). Επίσης, συντάσσουν τις εκθέσεις αξιολόγησης των αξιωματικών της Υπηρεσίας τους και γνωματεύουν στις εκθέσεις ικανότητας που συντάσσουν οι αναπληρωτές αυτών για το λοιπό προσωπικό.
2. Οι αναπληρωτές προϊστάμενοι των ως άνω Τμημάτων έχουν τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α. Είναι άμεσοι βοηθοί των τμηματαρχών και αναπληρώνουν αυτούς σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος.
β. Επιβλέπουν τη διεξαγωγή των εργασιών και συντονίζουν τη δράση στους τομείς ευθύνης που τους ανατίθεται.
γ. Ενημερώνονται για τα προβλήματα των τομέων ευθύνης τους, αξιολογούν αυτά και συμμετέχουν στο σχεδιασμό διάταξης της υπηρεσίας, για την αντιμετώπισή τους.
δ. Λαμβάνουν γνώση της εισερχόμενης αλληλογραφίας και προσυπογράφουν όλα τα έγγραφα τα οποία υπογράφει ο διοικητής, ανάλογα με τους τομείς ευθύνης τους.
ε. Συντάσσουν τις εκθέσεις ικανότητας του προσωπικού του Τμήματος. στ. Εκτελούν κάθε άλλη αρμοδιότητα που ανατίθεται σ’ αυτούς από τον οργανισμό και κανονισμούς της Ελληνικής Αστυνομίας ή από ειδικές διατάξεις.
1. Για την εκπλήρωση της αποστολής της η ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. συνεργάζεται με τις κατά τόπο αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και με άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, αρχές και φορείς και εξοπλίζονται με τα απαραίτητα υλικοτεχνικά μέσα. Επίσης, στο πλαίσιο της αποστολής της, συνεργάζεται με αντίστοιχες υπηρεσίες, οργανισμούς και φορείς ευρωπαϊκών και άλλων χωρών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και τις διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις.
2. Κατά την επεξεργασία και ανταλλαγή πληροφοριακού υλικού και δεδομένων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εκπλήρωσης της αποστολής της Υπηρεσίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 2472/1997 (Α΄ 50), όπως ισχύει κάθε φορά, σε σχέση με την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
3. Το προσωπικό της ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. εκπαιδεύεται και μετεκπαιδεύεται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του.
4. Οι αρμοδιότητες άλλων κρατικών ή ανεξάρτητων αρχών, υπηρεσιών και φορέων δεν επηρεάζονται από τις ρυθμίσεις του παρόντος διατάγματος.
1. Το προσωπικό της ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. έχει καθήκον εχεμύθειας για πληροφορίες, στοιχεία ή άλλο διαβαθμισμένο υλικό των οποίων λαμβάνει γνώση στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του. Η παράβαση του καθήκοντος αυτού, πέραν των προβλεπομένων, από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, κυρώσεων, αποτελεί και λόγο απομάκρυνσης των παραβατών από την Υπηρεσία.
2. Οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας υποχρεούνται να παρέχουν τη συνδρομή τους στην ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε. και να διαβιβάζουν σ’ αυτήν οποιαδήποτε σχετική πληροφορία ή στοιχείο αναφορικά με αδικήματα που ανάγονται στην αποστολή της. ΄
Αρθρο 12
Τροποποίηση διατάξεων
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του π.δ. 14/2001 (Α΄ 12), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του π.δ. 30/2005 (Α΄ 50) και την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του π.δ. 2/2010 (Α΄ 1), προστίθεται περίπτωση ιε΄ ως εξής: «ιε. Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος».
2. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ιδίου π.δ., όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του π.δ. 223/2003 (Α΄ 188), την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του π.δ. 245/2005 (Α΄ 296), τηνπαράγραφο 1 του άρθρου 1 του π.δ. 189/2006 (Α΄ 194) και την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του π.δ. 2/2010 (Α΄ 1), αντικαθίσταται ως εξής: «α. Οι Υπηρεσίες Ασφαλείας Προέδρου της Δημοκρατίας, Βουλής των Ελλήνων και Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, καθώς και οι Διευθύνσεις Εσωτερικών Υποθέσεων, Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας και Εγκληματολογικών Ερευνών από τον Αρχηγό».
Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.
Ιωάννινα, 20 Φεβρουαρίου 2011
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΥΦΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ
Το παρόν κάνει αναφορά στα παρακάτω έγγραφα |